- σιννιγκία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γεσνεριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 75 περίπου είδη πολυετών ποών και θάμνων, που είναι ιθαγενή κυρίως τής τροπικής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. sinningia από το όν. τού Γερμανού φυτοκόμου Wilhelm Sinning].
Dictionary of Greek. 2013.